- εἰρίνεα
- ἐρίνεοςwoollenneut nom/voc/acc pl (ionic)εἰρίνεοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰρινέα — εἰρινέᾱ , ἐρίνεος woollen fem nom/voc/acc dual (ionic) εἰρινέᾱ , ἐρίνεος woollen fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) εἰρινέᾱ , εἰρίνεος fem nom/voc/acc dual εἰρινέᾱ , εἰρίνεος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαναβληδόν — ἐπαναβληδόν και ποιητ. τ. έπαμβληδόν (Α) επίρρ. (για ρούχα) ριχτά στους ώμους («ἐπί τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσιν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + θ. βλη (< βάλλω, πρβλ. παθ. αορ. ε βλή θην) + κατάλ. δον, που… … Dictionary of Greek